φκιάνω

φκιάνω
Ν
(διαλ. τ.) βλ. φτ(ε)ιάχνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φκιάνω — έφκιαξα και έφτιασα, φκιάχτηκα, φκιασμένος και φκιαγμένος, βλ. φτιάνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φτιάνω — και φτιάχνω και φκιάνω και φκιάχνω αόρ., έφτιαξα και έφτιασα και έφκιαξα και έφκιασα, παθ. αόρ. φτιάστηκα και φτιάχτηκα και φκιάχτηκα, μτχ. παθ. πρκ. φτιαγμένος και φτιασμένος και φκιασμένος και φκιαγμένος 1. μτβ., ταχτοποιώ, διορθώνω,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”